ὀπισθίου

ὀπισθίου
ὀπίσθιος
hinder
masc/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Ελβετία — Επίσημη ονομασία: Ελβετική Συνομοσπονδία Έκταση: 41.285 τ. χλμ Πληθυσμός: 7.258.900 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Βέρνη (122.500 κάτ. το 2001)Κράτος της κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει Δ με τη Γαλλία, Β με τη Γερμανία, Α με την Αυστρία και το Λιχτενστάιν… …   Dictionary of Greek

  • αεροτομή — Σώμα που έχει κατάλληλο σχήμα, ώστε όταν βρίσκεται σε σχετική κίνηση ως προς τον αέρα να παράγει δύναμη κάθετη στην κίνηση (άντωση) πολύ μεγαλύτερη από την αντίσταση στην κίνηση. Η πτήση ενός αεροσκάφους εξαρτάται από τη χρησιμοποίηση α. στις… …   Dictionary of Greek

  • κολποτομία — η ιατρ. διάνοιξη τού κόλπου στο επίπεδο τού οπίσθιου θόλου του, η οποία επιτρέπει την προσπέλαση τού ευθυμητρικού κολπώματος τού περιτοναίου, συνήθως για την εκκένωση μιας πυώδους ή αιματικής συλλογής τής ελάσσονος πυέλου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ …   Dictionary of Greek

  • μαστοειδής — ές 1. αυτός που είναι όμοιος με μαστό, αυτός που έχει σχήμα μαστού 2. φρ. «μαστοειδής απόφυση» ανατ. η απόφυση τού κατώτερου και οπίσθιου μέρους τού κροταφικού οστού, στην οποία καταφύονται πολλοί μύες τού λαιμού και η οποία περιέχει κοιλότητες,… …   Dictionary of Greek

  • οπίσθιος — α, ο (ΑΜ ὀπίσθιος, ία, ον) 1. αυτός που βρίσκεται στο πίσω μέρος κάποιου, πισινός («τὰ ὀπίσθια σκέλη ἐφέλκουσιν ὑπὸ τὰ ἐμπρόσθια», Αριστοτ.) 2. (το ουδ. εν. και πληθ. ως ουσ.) το οπίσθιο(ν) και τα οπίσθια το πίσω μέρος νεοελλ. 1. το ουδ. ως ουσ.… …   Dictionary of Greek

  • ρήνος — (Rhein γερμανικά, Rhin γαλλικά, Rijn ολλανδικά). Ποταμός της κεντρικής Ευρώπης, που έχει συνολικό μήκος 1326 χλμ. και λεκάνη απορροής 225.000 τ. χλμ. Ο Ρ. είναι ένας από τους μεγαλύτερους και σημαντικότερους ποταμούς της Ευρώπης, φορέας… …   Dictionary of Greek

  • ρολάνδειος — α, ο, Ν 1. χαρακτηρισμός διαφόρων ανατομικών σχηματισμών 2. φρ. α) «ρολάνδειο φύμα» ή «φαιό φύμα» ανατ. έπαρμα με μορφή φαιάς στήλης στην οπίσθια επιφάνεια τού προμήκους μυελού β) «ρολάνδεια αύλακα» ή «κεντρική αύλακα» μεσολόβια αύλακα στην… …   Dictionary of Greek

  • σίλουρος — Ψάρι. >Σιλουρίδες. Ο σίλουρος (silurus glanis) του οποίου το μήκος μπορεί να ξεπεράσει τα δύο μέτρα, ζει στα εσωτερικά νερά της Ευρώπης, και κυρίως στο Δούναβη. Αναπαράσταση υποθαλάσσιου περιβάλλοντος του σιλουρίου με χαρακτηριστικά είδη: 1.… …   Dictionary of Greek

  • συνέχεια — η, ΝΜΑ [συνεχής] (για πράγμ. και καταστάσεις) αδιάκοπη συνοχή ή διαδοχή, αδιάσπαστη ακολουθία νεοελλ. 1. αυτό που έπεται, αυτό που επακολουθεί («η συνέχεια τού άρθρου δημοσιεύεται αύριο») 2. σημείο στίξης [ ] που μπαίνει ανάμεσα στις συλλαβές μη… …   Dictionary of Greek

  • υάγχη — η / ὑάγχη, ΝΑ νόσος τού λαιμού τών χοίρων και, ειδικότερα, φλεγμονή τού βλεννογόνου τού οπίσθιου τμήματος τού στόματος και τού λάρυγγα αρχ. (γενικά) οξύς πόνος τού λαιμού, κυνάγχη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὗς «χοίρος» + άγχη (< ἄγχω), πρβλ. κυν άγχη,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”